- λαγοπόδαρο
- τοτο πόδι του λαγού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαγοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού 2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι β) πόδι σφαγμένου λαγού που… … Dictionary of Greek